Πλησίαζε ἡ 29η Μαΐου καί ἡ μνήμη τῆς ἁλώσεως τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων ὁδήγησε τά βήματά μου στό ναό πού ἔχει τόσα κοινά χαρακτηριστικά μέ τήν Ἁγια-Σοφιά, τό ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη.
Πρώτη φορά παρατήρησα τήν ἰδιάζουσα τοιχοποιΐα του. Στό βαρύ καί μεγαλόπρεπο αὐτό οἰκοδόμημα, ἐκεῖ ὅπου συνήθως βλέπουμε ἀκανόνιστες πέτρες συνδεδεμένες μέ κουρασάνι, ὑπῆρχε πελεκητή πέτρα ἐναλλασσόμενη μέ ζῶνες πλίνθων. Ρωτώντας ἔμαθα πώς πρόκειται γιά ἕνα στοιχεῖο κωνσταντινοπολίτικης τοιχοδομίας, ἐνδεικτικό τῆς σχέσεως ἀνάμεσα στήν ἄλλοτε Μητρόπολη Θεσσαλονίκης καί τό ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ «Μεγάλη ἐκκλησία», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν οἱ Θεσσαλονικεῖς, εἶχε πρότυπο τόν ἀντίστοιχο ναό τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Εἶναι ἀφιερωμένη κι αὐτή στόν Χριστό, στή Σοφία καί Λόγο τοῦ Θεοῦ. Τό διο παρατηρεῖται καί στούς μητροπολιτικούς ναούς πολλῶν ἀστικῶν κέντρων τοῦ Βυζαντίου ἤ ἐκχριστιανισμένων λαῶν (Νικομήδειας, Νίκαιας, Κιέβου, Τραπεζούντας κ.ἄ.).
Στράφηκα πρός τή Β.Δ. γωνιά τῆς αὐλῆς κι ἔμεινα γιά λίγο νά κοιτῶ μ᾿ ἕνα αἴσθημα λύπης καί πίκρας. Ὁ τοῦρκος κατακτητής ἄφησε τά σημάδια τῆς παρουσίας του κι ἐπάνω στά μνημεῖα μας. Ὁ μιναρές στή θέση αὐτή ἀνακαλεῖ στή μνήμη τά χρόνια τοῦ Ἰμπραήμ πασᾶ, ὅταν ὁ ναός μας εἶχε μετατραπεῖ σέ τζαμί.
Μπαίνοντας ὅμως στό ναό, ἄλλαξε ἡ διάθεσή μου, καθώς μέ ὑποδέχτηκαν στό νάρθηκα οἱ μορφές ἁγίων ἀσκητῶν, ὅσες σώθηκαν ἀπό τίς τοιχογραφίες τοῦ 11ου αἰώνα στίς καμάρες τοῦ δυτικοῦ τοίχου. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζε ἡ ἀπεικόνιση τῆς ἁγίας Θεοδώρας «τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ».
Στή Ν.Α. πλευρά τοῦ ναοῦ προσκύνησα τό λείψανο τοῦ ἁγίου Βασιλείου Θεσσαλονίκης τοῦ ὁμολογητοῦ, τόν ὁποῖο εἶχαν θάψει στό σημεῖο αὐτό. Ὑπῆρχε παλαιά παράδοση νά βάζει μετάνοια ὁ ἑκάστοτε μητροπολίτης, πρίν ἀνεβεῖ στό δεσποτικό θρόνο, μπροστά στόν τάφο τοῦ ἁγίου. Ἐδῶ, στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὅπως ἀναφέρουν ἱστορικές πηγές, τάφηκε κι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἔγινε ἡ πρώτη ἀπεικόνισή του μετά τό θάνατό του. Κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ὅμως τό λείψανό του μεταφέρθηκε στόν παραλιακό ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου, πού βρισκόταν στή θέση τοῦ σημερινοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ. Φαίνεται ὅτι ἀπό πολύ νωρίς ἡ Ἁγία Σοφία ἦταν χῶρος ταφῆς ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, κυρίως μητροπολιτῶν.
Ἔχουν ἀποκαλυφτεῖ καί τμήματα ἑνός ὑπέργειου τάφου, ἴσως τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Εὐσταθίου, μέ τοιχογραφίες τοῦ τέλους τοῦ 12ου αἰ. -ἕνα σπάνιο δεῖγμα τοῦ εἴδους-, οἱ ὁποῖες ἐκτίθενται στόν Λευκό Πύργο.
Καθώς προχωροῦσα ἀπό τό νάρθηκα στόν κεντρικό χῶρο, τό βλέμμα μου ὑψώθηκε αὐθόρμητα στόν τροῦλλο. Αὐτός ὁ «ἐπίγειος οὐρανός», καθώς καί τό μέγεθος τῆς ἁψίδας στά ἀνατολικά, δημιουργοῦν στήν ψυχή μιά αἴσθηση μυστηριακῆς μέθεξης στό θεῖο.
Εἶναι πραγματικά θαυμαστό πῶς ἡ τέχνη μέ τήν ποικιλία τῶν τύπων της γίνεται ἕνα ὄργανο, πού βοηθᾶ καί συντελεῖ στήν προσπάθεια τῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό. Ἡ παλαιοχριστιανική βασιλική, μέ τή δρομικότητα πού τή χαρακτηρίζει, εἶναι σάν νά ὠθεῖ τόν πιστό νά προσεγγίσει Ἐκεῖνον πού τόν περιμένει μπροστά στήν Ὡραία Πύλη, γιά νά ἑνωθεῖ μαζί του. Ὁ νέος τύπος σταυροειδοῦς ναοῦ μέ τροῦλλο ἐκφράζει μιά ἄλλη αἰσθητική ἀντίληψη, τῆς ἐπιβλητικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς μυστηριακῆς μέθεξης τοῦ πιστοῦ.
Τόν τροῦλλο τῆς Ἁγίας Σοφίας κοσμεῖ ἕνα ἐξαίρετο ψηφιδωτό, ἄριστης σύλληψης καί ἐκτέλεσης, πού θεωρεῖται ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς καί παγκόσμιας τέχνης. Πρόκειται γιά τήν παράσταση τῆς Ἀνάληψης τοῦ Χριστοῦ, πού χρονολογεῖται τόν 9ο αἰ. Ὁ καλλιτέχνης ὑπολόγισε τήν ἀπόσταση ἀπό τήν ὁποία θά βλέπεται τό ἔργο καί πέτυχε μιά ἰδιαίτερα φωτεινή σύνθεση, μέ τή χρήση κυρίως ψυχρῶν χρωμάτων, καθώς καί μιά χαρακτηριστική ἐκφραστικότητα στά πρόσωπα. Ἀξίζει, ἐπίσης, νά σημειωθεῖ ὅτι περιλαμβάνονται καί ἄτομα πού δέν ἦταν παρόντα στήν Ἀνάληψη, ὅπως ὁ Παῦλος, ὁ Λουκᾶς κι ὁ Μᾶρκος, γιατί ἐνδιέφερε τόν ἀγιογράφο ὄχι τόσο ἡ ἱστορικότητα ὅσο ὁ δογματικός κυρίως χαρακτήρας τῆς παράστασης. Ἡ ἔνθρονη Παναγία μέ τόν Χριστό στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ ἀντικατέστησε παλιό εἰκονομαχικό σταυρό, πού τό μέγεθός του σέ ὕψος κάλυπτε σχεδόν τό χῶρο τῆς ἁψίδας. Ἴχνη αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ διακρίνονται ἀκόμη καί σήμερα.
Στήν καμάρα πού στεγάζει τό ἱερό τράβηξαν τήν προσοχή μου τά ψηφιδωτά καί μιά κτητορική ἐπιγραφή: «Χριστέ, βοήθει Θεοφίλου ἐπισκόπου». Ἔχει γίνει καί ἡ ἀνάγνωση τῶν μονογραμμάτων, τά ὁποῖα ἀντιστοιχοῦν στίς ἑξῆς φράσεις:
«Κύριε, βοήθει Εἰρήνης Δεσποίνης»,
«Κύριε, βοήθει Κωνσταντίνου Δεσπότου».
Πρόκειται γιά τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο καί τή μητέρα του Εἰρήνη τήν Ἀθηναία, πού συμβασίλευσαν στά χρόνια 780-788, καί τόν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος ὑπέγραψε τά πρακτικά τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Κρύβει, πραγματικά, τόσο πλοῦτο ἡ πόλη τῆς Θεσσαλονίκης! Δίκαια χαρακτηρίστηκε ὡς ζωντανό βυζαντινό μουσεῖο. Εἶναι γεμάτη ἀπό μνημεῖα, φορτωμένα ὅλα μέ μνῆμες καί μηνύματα. Κι ἀποτελεῖ ἕνα καύχημα γιά τούς πιστούς, καθώς τά θαυμαστά αὐτά ἔργα τέχνης ὄχι μόνο κοσμοῦν τήν πόλη, ἀλλά καί μαρτυροῦν τή ζωντανή παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στό πέρασμα τῶν αἰώνων.